renounce$69142$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

renounce$69142$ - translation to ελληνικό

VOLUNTARY ACT OF RELINQUISHING ONE'S CITIZENSHIP OR NATIONALITY
Renouncing citizenship; Renounced citizenship; Renounce citizenship

renounce      
v. αποκηρύττω, απαρνούμαι, απαρνιέμαι, αποκηρύσσω, αποποιούμαι

Ορισμός

Renounce
·noun Act of renouncing.
II. Renounce ·vi To make renunciation.
III. Renounce ·vt To disclaim having a card of (the suit led) by playing a card of another suit.
IV. Renounce ·vi To decline formally, as an executor or a person entitled to letters of administration, to take out probate or letters.
V. Renounce ·vt To cast off or reject deliberately; to Disown; to Dismiss; to Forswear.
VI. Renounce ·vt To declare against; to reject or decline formally; to refuse to own or acknowledge as belonging to one; to Disclaim; as, to renounce a title to land or to a throne.

Βικιπαίδεια

Renunciation of citizenship

Renunciation of citizenship is the voluntary loss of citizenship. It is the opposite of naturalization, whereby a person voluntarily obtains citizenship. It is distinct from denaturalization, where citizenship is revoked by the state.